List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος … Dictionary of Greek
αμπέρδευτος — η, ο [μπερδεύω] 1. (για νήμα) αυτός πού δεν είναι μπερδεμένος 2. αυτός πού δεν αναμίχθηκε σε δυσάρεστη υπόθεση … Dictionary of Greek
εναλινδώ — ἐναλινδῶ ( έω) (Α) 1. κυλώ ή περιτυλίγω μέσα σε κάτι 2. παθ. ἐναλινδοῡμαι έχω κυλιστεί ή είμαι μπερδεμένος μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
θορυβώδης — ες (Α θορυβώδης, ες) [θόρυβος] 1. γεμάτος θόρυβο 2. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ταραχώδης αρχ. 1. αυτός που δημιουργεί σύγχυση 2. συγκεχυμένος, μπερδεμένος. επίρρ... θορυβωδώς (Α θορυθωδῶς) με θόρυβο, με τρόπο θορυβώδη … Dictionary of Greek
κλωθογύριστος — κλωθογύριστος, η, ο(ν) (Μ) [κλωθογυρίζω] μπερδεμένος, ασυνάρτητος … Dictionary of Greek
μπερδεύω — και μπερδένω και μπερδεύνω (Μ μπερδεύω και μπερδένω και μπερδεύνω και μπερδεύγω) 1. μπλέκω, περιπλέκω («μπέρδεψα το κουβάρι») 2. εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια επιχείρηση, παρασύρω κάποιον σε κάτι κακό («τόν μπέρδεψαν σε βρομοδουλιές») 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
πολύπλοκος — η, ο / πολύπλοκος, ον, ΝΜΑ 1. πολυσύνθετος, περίπλοκος 2. πολύ μπερδεμένος, συγκεχυμένος 3. (για πρόσωπα και νοήματα) δόλιος, πανούργος (α. «πολύπλοκες τεχνουργίες», Γιάνν. Ψυχ. β. «πολύπλοκον νόημα», Αριστοφ. γ. «πολυπλόκοις παραλογισμοῖς», ΠΔ)… … Dictionary of Greek
στρυφνός — ή, ό / στρυφνός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (κυρίως για χυμό) αυτός που προκαλεί σύσπαση τών μυών τού στόματος λόγω τής δριμείας γεύσης του, στυφός («ὀξέα και δριμέα καὶ στρυφνά», Ξεν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) περίπλοκος,… … Dictionary of Greek
συμπλεκής — ές, ΜΑ μπλεγμένος, μπερδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλεκής (< πλέκος, το «πλέγμα»), πρβλ. αμφι πλεκής] … Dictionary of Greek
σύγκλυς — και αττ. τ. ξύγκλυς» υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α 1. αυτός που τόν κατέκλυσαν από παντού τα κύματα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek